- πολυφανής
- πολυ-φᾰνής, poet. [pref] πουλ-, ές,A very conspicuous, Jo.Gaz.Ecphr.2.322, Eust.254.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφανής — και ποιητ. τ. πουλυφανής, ές, Μ ο εξαιρετικά περίοπτος, ο πολύ φανερός, ο ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ομοιο φανής] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek